-
1 δόντι
τό1) зуб;πρώτα δόντια — молочные зубы;
υστερινά δόντια — зубы мудрости;
εμπροσθινά (πίσω) δόντια — передние (коренные) зубы;
ψεύτικα δόντια — вставные зубы;
τό τρίξιμο των δόντιών — скрежет зубов;
βγάζει (αλλάζει) δόντια το παιδί — у ребёнка прорезаются (меняются) зубы;
βγάζω δόντι — вырывать зуб;
2) тех зуб, зубец;3) зазубрина;§ μιλώ όξω από τα δόντια — высказывать всё напрямик;
σκάζουν τα δόντια του — зубы чешутся;
μέσα απ' τα δόντια — сквозь зубы;
δεν είναι γιά τα δόντια μου (σου κ,λ.π.) — это мне (тебе и т. д.) не по зубам;
τρίζω τα δόντια μου — а) скрежетать зубами; — б) оскаливаться;
τρίζω ( — или δείχνω) τα δόντια — показывать зубы, огрызаться;
έχω γερά δόντια — или κόβει το δόντι μου — иметь крепкие зубы; — уметь за себя постоять;
κρατώ κάποιον με τα δόντια — держаться (зубами) за кого-л.;
η ψυχή μου πηγε στα δόντια μου — душа в пятки ушла;
με την ψυχή στα δόντια — еле жив;
μοβ πονεί το δόντι γι' αυτή — я неравнодушен к ней; — я влюблён в неё;
οπλισμένος ως τα δόντια ( — или μέχρι οδόντων) — вооружённый до зубов;
δεν έχει να ξύσει το δόντι του — у него ветер свистит в карманах
См. также в других словарях:
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek